- μπράτιμος
- ο(λ. βουλγ.), στενός φίλος, αδελφοποιτός: Ήρθαν να πάρουν τη νύφη οι μπράτιμοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπράτιμος — ο 1. στενός φίλος, αδελφοποιτός 2. στον πληθ. οι μπράτιμοι οι στενοί φίλοι που συνοδεύουν τον γαμπρό στην εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλγ. bratim] … Dictionary of Greek
αδελφοποιτός — αδελφοποιτός, ο και αδερφοποιτός, ο θηλ. ή αυτός που με την αδελφοποιία γινόταν πνευματικός αδερφός ενός άλλου (αλλιώτικα: σταυραδερφός ή σταυραδέρφι, βλάμης, μακαντάσης, μπράτιμος και μπραζέρης): Παλιότερα σε πολλά μέρη της χώρας μας στενοί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)